- αιμοποσία
- η кровопийство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιμοποσία — η (Μ αἱμοποσία) [αἱμοπότης] η αιματοποσία* … Dictionary of Greek
αἱμοποσίας — αἱμοποσίᾱς , αἱμοποσία drinking of blood fem acc pl αἱμοποσίᾱς , αἱμοποσία drinking of blood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμοπότης — ο (Α αἱμοπότης) ο αιματοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + πότης < πίνω ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αἱμοποσία νεοελλ. αιμοποτώ] … Dictionary of Greek